- ψειριάρικος
- η , ο вшивый (о чём-л.);
ψειριάρικα ρούχα — вшивое бельё;
ψειριάρικο κεφάλι — вшивая голова
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψειριάρικα ρούχα — вшивое бельё;
ψειριάρικο κεφάλι — вшивая голова
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψειριάρικος — η, ο, Ν [ψειριάρης] ψειριασμένος … Dictionary of Greek
ψειριάρικος — η, ο ψειριάρης, ψειριασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιριάρικος — η, ο, Ν βλ. ψειριάρικος … Dictionary of Greek